-
1 γεώδης
γεώδης, ες,A earth-like, earthy, Pl.Phd. 81c, Hierocl.in CA Praef. p.417 M.; γ. καὶ ἄλιθον with deep soil, X.An.6.4.5, al.;τὸ γ. Arist. GA 753a25
, 782b22; τὸ -εστερον ib. 751b3;γ. φῦλον Aristid.Or.43(1).14
;ἄνθρακες -έστατοι Thphr.HP5.9.1
.II epith. of certain ζῴδια, Vett.Val.10.11. -
2 βαρύς
βαρύς, εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ γεώδης Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῠφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος ὁπλίτης Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die ϑωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα δύναμις Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ βαρύς Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φϑόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz ὀξύς Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη χορδή, die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ βρύχημα λέοντος Archi. 27 ( App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς ψόφος, von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. προσῳδία, accentus gravis; so schon Plat. συλλαβή Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; βάσις 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέϑης Plut.; ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Uebertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; ἔρις 20, 55; κακότης 10, 71; ὀδύναι 5, 417; ϑανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶϑες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. πένϑος Ol. 2, 75; δουλία P. 1. 75; νεῖκος N. 6, 52; νόσος P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; συμφορά Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς κότος 342; μῆνις Soph. O. C. 1330; ὀργή Phil. 368; ϑυμός Theocr. 1, 96; φάτις Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου ϑάλπος Diosc. 12 (VI, 290); νόημα Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, ὀδμή Her. 6, 119; ζημία, ἔχϑραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῠσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ χωρίον Xen. Mem. 3, 6, 12; πόλεμος Dem. 18, 241; πρόςταγμα Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω πρός τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; δύναμις πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; χείρ, πόλις u. ä., D. Sic.
-
3 ὑπόκειμαι
ὑπόκειμαι, used as [voice] Pass. of ὑποτίθημι, [tense] fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but [tense] aor. ὑπετέθην:—A lie under,ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364
;θεμέλιοι ὑ. Th.1.93
;τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA 712b32
, cf. PA 686a13, 689b18: c. dat.,τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt. 301e
: τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.2 of places, lie close to,ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108
;ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118
;λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29
;τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete. 364a7
, cf.Pr. 941b39;<τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1
; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17);ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4
codd. ( ἐπίκ- Schweigh.);ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2
; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν ο?ὑπόκειμαιXψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.3 to be given below in the text,κατὰ τὴν.. συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122
(iii B. C.); γράψον.. τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).II in various metaph. senses,1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is.., ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1;μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5
; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι .. for me it is a fixed principle that.., Hdt.2.123, cf. Arist.Oec. 1343b9;νομίζω συμφέρειν.. τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3
; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol. 1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.2 to be assumed as a hypothesis (cf.ὑπόθεσις 111
), Pl.Cra. 436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι .. Id.Erx. 404b;τούτων ὑποκειμένων Id.Prt. 359a
, R. 478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol. 1288b26; let it be taken for granted,Id.
EN 1103b32, cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι .. let it be taken for granted that.., Arist.Pol. 1323b40;ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh. 1369b33
: so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι .. Id.EN 1104b27, cf. Rh. 1357a11: c. part.,τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA 778b17
: without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib. 782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.4 to be in prospect, ; ; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.;ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73
(iii B. C.); (iii B. C.);τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10
.5 to be subject to, submit to,τῷ ἄρχοντι Pl.Grg. 510c
;βασιλεῖ Philostr. VA3.20
;πατράσιν POxy. 237 vii 16
(ii A. D.);ἐξετάσεσιν PFlor.33.14
(iv A. D.);βασάνοις POxy.58.25
(iii A. D.): abs., pay court to one, ; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14; subdued,Id.
VS2.4.2.6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. ([place name] Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc.,ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61
([place name] Iconium).7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35;ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4
; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.);ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58
([place name] Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων)δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4
(ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary ( ear-marked proceeds of taxes),τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9
, cf. 5 (i A. D.);ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12
(ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes,ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ
ear-marked for the benefit of..,PPar.
17.22 (ii A. D.);ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18
(ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg.,ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14
(ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen.,ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72
, al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else,ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων.. ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt. 349b
, cf. Cra. 422d, R. 581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph. 983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat. 1a20,27, Metaph. 1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat. 1b10,21, Ph. 189a31: applications (1 ) and (2 ) are distinguished in Id.Metaph. 1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph. 225a3-7.b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.;φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch.
Sam. ap. Placit.1.15.5;τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143
, cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.;Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2
;τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b
;ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17
.c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.9 in logical arrangement, to be subject or subordinate,τῇ.. ἰατρικῇ.. ἡ ὀψοποιικὴ.. ὑ. Pl. Grg. 465b
;ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph. 982a23
, cf. APo. 91a11;ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh. 1355b28
.b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN 1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended,ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140
(i B. C.); cf. παράκειμαι ([place name] Addenda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκειμαι
-
4 ἐπί-πεδος
ἐπί-πεδος, von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι, D. Ha l. 3, 68; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωϑεν, ohne Berge, Attika, Plat. Critia. 112 a; χωρίον Xen. u. Folgde; ἦν οὐ πάνυ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρϑίῳ τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 6, 4, 14; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene, Plat., vgl. z. B. μῆκος καὶ ἐπίπεδον καὶ βάϑος Legg. VII, 817 e; Euclid.; ἀριϑμός, Quadratzahl, Plat. Theaet. 148 a; Nicom. ar. 2, 7. – Einen unregelmäßigen compar. ἐπιπεδέστερος hat Xen. Hell. 7, 4, 13. – Adv. ἐπιπέδως, Nicom. Davon
-
5 ἐπίπεδος
ἐπί-πεδος, von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωϑεν, ohne Berge, Attika; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene; ἀριϑμός, Quadratzahl
См. также в других словарях:
γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
ζιγκονίτης ή ζιγκονίσης — Ορυκτό ένυδρο υδροανθρακικό άλας ψευδαργύρου. Εμφανίζεται με τη μορφή λευκής ή γκριζωπής σκόνης και παρουσιάζει πολλές αναλογίες με τον σμιθσονίτη και ιδιαίτερα με την καλαμίνα. Ο ζ. ονομάζεται επίσης υδροζιγκίτης, φυσική καδμία, γεώδης καλαμίνα … Dictionary of Greek
γεωειδής — ές 1. ο γεώδης* 2. το ουδ. ως ουσ. το γεωειδές η επιφάνεια τής μέσης στάθμης τών θαλασσών που προεκτείνεται νοητά κάτω από τις ηπείρους και πρέπει σε κάθε σημείο της να είναι κάθετη προς το νήμα τής στάθμης. το γεωειδές προσδιορίζει τη μορφή τής… … Dictionary of Greek